Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

Ἀλλ' οὖν

См. также в других словарях:

  • ουν — oὖν (ΑΜ, Α ιων. και δωρ. τ. ὦν) (βεβαιωτικό μόριο το οποίο δεν τίθεται ποτέ στην αρχή πρότασης) 1. βεβαίως, πράγματι, αληθώς («εἰ δ οὖν τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῑ... ζῶντα», Αισχύλ.) 2. (για συνέχιση λόγου, διήγησης) τότε λοιπόν, έπειτα, ύστερα… …   Dictionary of Greek

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • επεγκελεύω — ἐπεγκελεύω (AM) 1. παρακινώ, παροτρύνω κάποιον σε κάτι («ἀλλ οὖν ἐπεγκέλευέ γ ὡς εὐψυχίαν... κτησώμεθα», Ευρ.) 2. μέσ. επεγκελεύομαι διατάσσω, συνιστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκελεύω «προτρέπω, παρακινώ»] …   Dictionary of Greek

  • ηδύπνους — ουν και ηδύπνοος, η, ο (AM ἡδύπνους, ουν και ἡδύπνοος, οον) 1. (για μουσικό ήχο) αυτός που ηχεί καλά, μελωδικά, αρμονικός 2. αυτός που πνέει ευχάριστα («ἡδύπνοοι αὖραι», Ευρ.) 3. αυτός που ευωδιάζει, ο εύοσμος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡδύπνους αρνί …   Dictionary of Greek

  • καλλίρρους — ουν (Α καλλίρρους, ουν και οος, οον, θηλ. και Καλλιρρόη, ποιητ. τ. καλλίρροος, οον) αυτός που έχει καλή ροή, που έχει άφθονα νερά («ποταμοῑο κατά στόμα καλλιρόοιο», Ομ. Οδ.) αρχ. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Καλλιρρόη α) μία από τις Ωκεανίδες… …   Dictionary of Greek

  • πορτοκαλόχρους — ουν, και πορτοκαλόχρωμος, η, ο, Ν 1. ο πορτοκαλής 2. το ουδ. ως ουσ. το πορτοκαλόχρουν συνθετική ουσία που δίνει κατά την βαφή το χρώμα τού ώριμου πορτοκαλιού, αλλ. το πορτοκάλι («το πορτοκαλόχρουν τού μεθυλενίου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτοκάλι +… …   Dictionary of Greek

  • Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»